- μεταγωγεύς
- μεταγωγεύςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταγωγῆς — μεταγωγεύς masc nom pl μεταγωγεύς masc nom/voc pl μεταγωγή removal fem gen sg (attic epic ionic) μεταγωγός shifting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγωγέως — μεταγωγέω̆ς , μεταγωγεύς masc gen sg μεταγωγεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγωγέας — Σύστημα ηλεκτρικών επαφών όμοιο, από κατασκευαστικής πλευράς, με διακόπτη, αλλά προορισμένο, αντί να κλείνει ή να ανοίγει απλώς ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, να πραγματοποιεί πιο πολύπλοκους χειρισμούς. Ανάλογα με τη διάταξη των επαφών του, ο μ. μπορεί … Dictionary of Greek
μεταγωγῇ — μεταγωγῆι , μεταγωγεύς masc dat sg (epic ionic) μεταγωγή removal fem dat sg (attic epic ionic) μεταγωγός shifting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγωγέα — μεταγωγέᾱ , μεταγωγεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)